- παστουρέλ(ι)
- τομουσ. στροφικό τραγούδι τών τροβαδούρων και τών τρουβέρων, με θέμα τη διαμάχη ανάμεσα σε μια βοσκοπούλα και έναν ιππότη ο οποίος προσπαθεί να τήν πλανέψει.[ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. pastourelle (πρβλ. παστοράλε)].
Dictionary of Greek. 2013.